φωτάναμα

φωτάναμα
το, Ν
αρχαιολ. ιδιαίτερος χώρος στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μοναστήρια, στον οποίο, κατά τους χειμερινούς μήνες, ο εντεταλμένος μοναχός διατηρούσε αναμμένη φωτιά για να θερμαίνονται οι μοναχοί κατά τις ολονύκτιες αγρυπνίες ή τις άλλες ακολουθίες τους στο Καθολικό τού μοναστηριού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • ИЕРОФЕЯ СВЯТОГО МОНАСТЫРЬ — Ангел. Фрагмент композиции «Богоматерь на троне, с поклоняющимися ангелами». Роспись кафоликона мон ря св. Иерофея. Кон. XII в. Ангел. Фрагмент композиции «Богоматерь на троне, с поклоняющимися ангелами». Роспись кафоликона мон ря св. Иерофея.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”