- φωτάναμα
- το, Ναρχαιολ. ιδιαίτερος χώρος στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μοναστήρια, στον οποίο, κατά τους χειμερινούς μήνες, ο εντεταλμένος μοναχός διατηρούσε αναμμένη φωτιά για να θερμαίνονται οι μοναχοί κατά τις ολονύκτιες αγρυπνίες ή τις άλλες ακολουθίες τους στο Καθολικό τού μοναστηριού.
Dictionary of Greek. 2013.